πονητικος

πονητικος
    πονητικός
    3
    проводимый в труде, трудовой
    

(ὅ τῶν γυναικῶν βίος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πονητικος" в других словарях:

  • πονητικός — laborious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονητικός — ή όν, Α [πονῶ] ο γεμάτος πόνους και κόπους, επίπονος, επίμοχθος …   Dictionary of Greek

  • πονητικά — πονητικός laborious neut nom/voc/acc pl πονητικά̱ , πονητικός laborious fem nom/voc/acc dual πονητικά̱ , πονητικός laborious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονητικόν — πονητικός laborious masc acc sg πονητικός laborious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονητικοί — πονητικός laborious masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονητικούς — πονητικός laborious masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπονητικός — κακοπονητικός, ή, όν (Α) αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»